επτάδυμος

επτάδυμος
ος , ον
1) являющийся одним из семи близнецов; 2) состоящий из семи частей, видов и т. п.; семикратный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "επτάδυμος" в других словарях:

  • επτάδυμος — η, ο (AM ἑπτάδυμος, ον) αυτός που γεννήθηκε μαζί με άλλους έξι στον ίδιο τοκετό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αναλογικός σχηματισμός προς το δίδυμος*] …   Dictionary of Greek

  • επτάδυμος — η, ο 1. ο εφτάδιπλος. 2. που γεννήθηκε στον ίδιο τοκετό μαζί με άλλους έξι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἑπτάδυμα — ἑπτάδυμος seven at a birth neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επτά — και εφτά (AM ἑπτά) (απόλ. αριθμ.) 1. ο αριθμός που αποτελείται από έξι συν μία μονάδες, ο μεταξύ τού έξι και τού οκτώ 2. χρησιμοποιείται για να δηλώσει απροσδιόριστο πλήθος, αμέτρητες φορές (α. «στό είπα εφτά φορές» β. «ὁ γὰρ ἑπτά ἀριθμός παρὰ τῇ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»